παπ(π)ατάτσι

παπ(π)ατάτσι
ο
ζωολ. είδος τού γένους φλεβοτόμος, δίπτερο έντομο που μεταδίδει τον τριήμερο πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pappataci (fever), < ιταλ. pappataci < λατ. pappo «τρώω» (< pappa «τροφή») + λατ. tacitus «σιωπηλός», παθ. μτχ. τού taceo «σιωπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”